- αμνοφόρος
- ἀμνοφόρος, -ον (Μ)«δεῖπνον ἀμνοφόρον» — δείπνο κατά το οποίο προσφέρεται στους μετέχοντες ο Αμνός (αναφέρεται στη θεία Ευχαριστία).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνός + -φόρος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμνοφόρως — ἀμνοφόρος adverbial ἀμνοφόρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)